- πρωτόλειο(ν)
- το незрелое, примитивное произведение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτόλειο — το / πρωτόλειον, ΝΜΑ συν. στον πληθ. τα πρωτόλεια (στην αρχ. Ελλάδα) α) η πρώτη λεία, τα πρώτα λάφυρα πολέμου β) οι πρώτοι καρποί, οι απαρχές τών καρπών που προσφέρονταν στους θεούς νεοελλ. 1. το πρώτο πνευματικό έργο κάποιου και, ιδίως, το πρώτο … Dictionary of Greek
πρωτόλειο — το 1. το πρώτο πνευματικό έργο συγγραφέα. 2. πνευματικό έργο όχι ώριμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Нирванас, Павлос — Павлос Нирванас . Павлос Нирванас (греч. Παύλο … Википедия
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek
Γιάκομπσεν, Γενς Πέτερ — (Jens Peter Jacobsen, Τίστεντ 1847 – 1885). Δανός συγγραφέας. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε σε στενή επαφή με τη φύση. Σπούδασε φυσική και χημεία στην Κοπεγχάγη και μετά βοτανική. Οπαδός του Δαρβίνου, μετέφρασε τα έργα του και διέδωσε τις… … Dictionary of Greek
Δέλιος, Γεώργιος — (Χαλκιδική 1897 – Θεσσαλονίκη 1980). Πεζογράφος. Έζησε στη Θεσσαλονίκη, όπου και συνεργάστηκε με τα εγκυρότερα φιλολογικά περιοδικά καθώς και με τον ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης. Εμφανίστηκε στα γράμματα με το πρωτόλειο θεατρικό έργο Νέοι κόσμοι… … Dictionary of Greek
Κρυστάλλης, Κώστας — (Συρράκο, Ήπειρος 1868 – Άρτα 1894). Ποιητής και πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και η μητέρα του κόρη βοσκού. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και, ως μαθητής με πατριωτική έξαρση, έστειλε στην Αθήνα το πρωτόλειο επικό ποίημα Σκιαί… … Dictionary of Greek
Λίχτενσταϊν, Ρόι — (Roy Lichtenstein, Νέα Υόρκη 1923 – 1997). Αμερικανός ζωγράφος, γλύπτης και διακοσμητής. Οι πίνακές του, βασισμένοι σε διαδικασίες και μοτίβα σχεδιασμού κόμικς, τον ανέδειξαν σε έναν από τους βασικούς εκπροσώπους της αμερικανικής ποπ αρτ του 20ού … Dictionary of Greek